προτεσταντισμός

προτεσταντισμός
Όρος που χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στις καθολικές χώρες, για να υποδηλώσει το σύνολο δογμάτων και όλες τις θρησκευτικές πίστεις, οι οποίες κατά άμεσο ή έμμεσο τρόπο προέρχονται από το κίνημα διαμαρτυρίας (protestatio = διαμαρτυρία) κατά της ρωμαϊκής Εκκλησίας, που άρχισε τον 16o αι. και αναπτύχθηκε στον χώρο της Μεταρρύθμισης. Με την έννοια αυτή, προτεσταντικές ονομάζονται όχι μόνο οι μεγάλες κοινότητες, αλλά και οι πολυάριθμες ομάδες που εμφανίστηκαν στις μετέπειτα περιόδους και οι οποίες προήλθαν από τη διάσπαση και τις διάφορες υποδιαιρέσεις του ίδιου του κόσμου της Μεταρρύθμισης. Ακριβέστερα, ο χαρακτηρισμός προτεστάντης, που σημαίνει διαμαρτυρόμενος, αναφέρεται ιστορικά στις πόλεις εκείνες της Γερμανίας και στους Γερμανούς εκείνους ηγεμόνες (Ιωάννη της Σαξονίας, Φίλιππο της Έσεν, Γεώργιο του Βραδεμβούργου, Ερνέστο και Φραγκίσκο της Λίνεμπουργκ, Βόλφγκανγκ της Άνχαλτ) που παρουσίασαν στη Δίαιτα της Σπάιερ (1529), μία επίσημη διαμαρτυρία που μετετράπη ύστερα σε όργανο έφεσης κατά της επικύρωσης της καταδίκης του Λουθήρου, που διατυπώθηκε στην προηγούμενη Δίαιτα του Βορμς. Tη μεγαλύτερη διάδοση είχε ο π. στις αγγλοσαξονικές χώρες. Οι κυριότερες προτεσταντικές Εκκλησίες είναι η αγγλικανική, η λουθηρανική, η μεταρρυθμιστική Εκκλησία (καλβινική), των Μεθοδιστών και των Πρεσβυτεριανών. Παράλληλα με τις Εκκλησίες αυτές εμφανίστηκαν άλλες πολυάριθμες αιρέσεις, μερικές από τις οποίες έχουν ίχνη χριστιανικού επιχρίσματος. Μια χαρακτηριστική χαλκογραφία του 16ου αι., που εικονίζει τη Σύνοδο της Αυγούστας του 1530, κατά τη διάρκεια της οποίας αναγνώστηκε η «Αυγουστινιανή ομολογία», που την έγραψε ο Μελαντόνε και στην οποία διακηρύσσονται οι θεμελιώδεις αρχές του λουθηρανισμού. Στιγμιότυπο από «οικουμενική» λειτουργία Προτεσταντών και Ρωμαιοκαθολικών στη Γερμανία (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
ο, Ν
εκκλ.
1. η εκκλησιαστική μεταρρύθμιση τού 16ου αιώνα τής οποίας ηγήθηκαν ο Λούθηρος, ο Καλβίνος, ο Ζβίγγλιος κ.ά. στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία
2. ένας από τους τρεις μεγάλους κλάδους, τού χριστιανισμού, μαζί με τον Ρωμαιοκαθολικισμό και την Ορθοδοξία, ο οποίος διαμορφώθηκε κατά την εκκλησιαστική μεταρρύθμιση τής δύσης τον 16ο αιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. protestantisme < protestant (βλ. προτεστάντης) + κατάλ. -isme (πρβλ. -ισμός*). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στην εφημερίδα Βελτίωσις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προτεσταντισμός — ο το δόγμα των προτεσταντών, αλλ. διαμαρτύρηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ουγενότοι — (γαλλ. Huguenots). Όνομα άγνωστης προέλευσης, με το οποίο χαρακτηρίζονταν οι Γάλλοι διαμαρτυρόμενοι κατά την περίοδο των θρησκευτικών συγκρούσεων του 16ου και 17ου αι. Όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο γαλλικός προτεσταντισμός –κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • διαμαρτύρηση — η 1. ρητή ή γραπτή εκδήλωση έντονης αποδοκιμασίας ή αντίθεσης στους λόγους ή στις πράξεις κάποιου 2. το πρακτικό διαμαρτυρίας τού Λουθήρου κατά τών αποφάσεων τής Δίαιτας στη Βαβαρία το 1529 3. η θρησκευτική μεταρρύθμιση, ο προτεσταντισμός 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • εκκλησία — Η αρχική σημασία της λέξης ήταν συνάθροιση του λαού, σύναξη. Ο χριστιανισμός έδωσε στον όρο ειδική σημασία, ώστε ε. να ονομάζεται πλέον το σύνολο των χριστιανών και κατ’ επέκταση οι χριστιανοί που ανήκουν πολιτικά σε ένα κράτος (π.χ. Ε. της… …   Dictionary of Greek

  • μεταρρύθμιση — Αν και αρχικά ονομάζονταν μεταρρυθμιστές μόνο οι οπαδοί του Καλβίνου, από τον 18o αι., με τον όρο θρησκευτική ή προτεσταντική Μ. ή απλώς Μ. χαρακτηρίζεται το θρησκευτικό, πολιτικό και πνευματικό εκείνο κίνημα, που, κατά τον 16o αι., προκάλεσε τη… …   Dictionary of Greek

  • χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο …   Dictionary of Greek

  • ατομικισμός ή ατομοκρατία — Φιλοσοφική θεωρία που θεμελιώνει την κοινωνική ύπαρξη στην ατομική συνείδηση και βούληση και αποδίδει αποκλειστική αξία στα ιδιαίτερα δικαιώματα του ατόμου. Οι ρίζες της θεωρίας αυτής εντοπίζονται στα δόγματα των σοφιστών, των κυνικών, των… …   Dictionary of Greek

  • Γουσταύος — (Gustaf).Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος των βασιλιάδων της Σουηδίας Γκούσταφ. 1. Γ. A’ Έριξον Βάζα (Λίντχολμ 1495 – Στοκχόλμη 1560). Παραδόθηκε ως όμηρος στον Χριστιανό B’ της Δανίας κατά τη διάρκεια των αγώνων της χώρας του εναντίον του… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”